καμπτῆρα

καμπτῆρα
καμπτήρ
bend
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • CAMPTERES — Graeca vox καμπτῆρες, apud Auctorem incertum de Vita et gestis Alexandri, qui Graece et Latine scriptus in Bibliothecis servatur, sunt curricula seu spatia in Circo, quae alii κύκλους, διαύλους, item ςτάδια, dixêre, Latini quoque metas nonnumquam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • окроугъ — ОКРОУГ|Ъ 1 (3*), А с. 1.Ограда: и ˫ако пчелы срищущесѧ. подвигъ имуще. близь округа приити. мои(х) словъ на послушанье. (τῆς κιγκλίδος) ГБ к. XIV, 132б. 2. Поворот. Перен.: и нынѣ в похвалу. слово ми находѧ. ˫ако ѡкругъ. нѣкако на предлежащее… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • καμπή — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * η (AM καμπή) [κάμπτω] (για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου… …   Dictionary of Greek

  • καμπτήριος — καμπτήριος, α, ον (Α) [καμπτήρ] (σχόλ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καμπτήρα* («καμπτήριος νύσσα») …   Dictionary of Greek

  • καμψιδίαυλος — καμψιδίαυλος, ον (Α) αυτός που έτρεχε στο αγώνισμα τού διαύλου (δρόμου), που παρέκαμπτε τη νύσσα, τον καμπτήρα, και έτρεχε στην απέναντι διαδρομή τού σταδίου, η οποία οδηγούσε στην αφετηρία 2. μτφ. το χέρι που κτυπά γρήγορα προς τα πάνω και προς… …   Dictionary of Greek

  • υποστροφή — η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω] 1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα 2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή 3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός νεοελλ. 1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”